- ἐκτρέφει
- ἐκτρέφωbring up from childhoodpres ind mp 2nd sgἐκτρέφωbring up from childhoodpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πωλοτρόφος — ον, Α 1. αυτός που εκτρέφει πώλους 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ πωλοτρόφος αυτός που εκτρέφει και εκγυμνάζει μικρά ζώα, ιδίως ελέφαντες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πῶλος «πουλάρι» + τρόφος (τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος] … Dictionary of Greek
CURRUCA — Graece ὑπολαῒς, avicula est, in cuius nido cuculus plerumque parit. Philosophus de cuculo, Histor. l. 6. c. 7. τἰκτει δὲ ἐπὶ τῇ τῆς ὑπολαΐδος νεοττεῖα, ἠδὲ ἐκλέπει καὶ ἐκτρέφει; unde est, quod Theophrastus, de Caus. plantar. l. 2. c. 24.… … Hofmann J. Lexicon universale
έκθρεψις — ἔκθρεψις, η (Α) το να εκτρέφει κανείς νεογνά, η ανατροφή … Dictionary of Greek
αγελαδοκόμος — ο αυτός που εκτρέφει συστηματικά και συντηρεί αγελάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγελάδα + κόμος < κομῶ (= περιποιούμαι). ΠΑΡ. αγελαδοκομία, αγελαδοκομικός] … Dictionary of Greek
αγελαιοκομικός — ἀγελαιοκομικός, ή, όν (Α) 1. ο σχετικός με την ἀγελαιοκομική 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀγελαιοκομική η τέχνη τού να εκτρέφει και να συντηρεί κανείς αγέλη ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγελαιοκόμος < ἀγελαῖος + κόμος < κομῶ] … Dictionary of Greek
αγελοκομικός — ἀγελοκομικός ή, όν (Α) [ἀγελοκόμος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ἀγελοκόμο* 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἀγελοκομική η τέχνη τού να εκτρέφει, να φυλάει κανείς αγέλη … Dictionary of Greek
αιγιβότης — αἰγιβότης, ο (Α) 1. αυτός που εκτρέφει κατσίκες 2. ο αιγίβοτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγι (< αἴξ) + βότης < βόσκω] … Dictionary of Greek
αλογάς — ο [άλογο] αυτός που εκτρέφει ή εμπορεύεται άλογα … Dictionary of Greek
γενεαλόγιο — το ζωοτ. γενεαλογικό βιβλίο, μητρώο τών φυλών τών ζώων που εκτρέφει ο άνθρωπος (άλογα, σκυλιά κ.λπ.) … Dictionary of Greek
εγχελυοτρόφος — ἐγχελυοτρόφος, ον (Α) αυτός που εκτρέφει χέλια … Dictionary of Greek